- διχοτόμημα
- τοτμήμα, κλάσμα που προκύπτει από τη διχοτόμηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διχοτόμημα — half of a thing cut in two neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχοτόμημα — το (AM διχοτόμημα) το μισό πράγματος που χωρίστηκε στα δύο, τμήμα, κλάσμα μσν. αυτό που χωρίζει κάτι στα δύο … Dictionary of Greek
διχοτομημάτων — διχοτόμημα half of a thing cut in two neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχοτομήμασι — διχοτόμημα half of a thing cut in two neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχοτομήμασιν — διχοτόμημα half of a thing cut in two neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχοτομήματα — διχοτόμημα half of a thing cut in two neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχοτομήματι — διχοτόμημα half of a thing cut in two neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχοτομήματος — διχοτόμημα half of a thing cut in two neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆԴԱՄԱԹԻՒ — (թուի.) NBH 1 0130 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c գ. Անդամք յօշեալք եւ ուրոյն ʼի թիւ անկեալք. մարմին յօշեալ. յօշուած. διχοτόμημα, σῶμα segmentum, pars; corpus, vel cadaver *Ի վերայ յօշելոյ անդամաթուին: Դիցես ʼի դմա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅՕՇՈՒԱԾ — (ոյ, ոց.) NBH 2 0381 Chronological Sequence: Early classical գ. διχοτόμημα, μέρος segmentum, pars, portio. Յօշեալ անդամ. անդամաթիւ. ... *Զխոյն յօշեսցես, եւ դիցես ʼի վերայ յօշուածոյն: Զամենայն յօշուած գեղեցիկ: Զորթն զոր կտրեցին, եւ անցին ընդ մէջ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)